- καταχλευαστικός
- καταχλευαστικός, -ή, -όν (Α) [καταχλευάζω]αυτός που έχει κλίση στο να καταγελά, να χλευάζει υπερβολικά κάποιον.επίρρ...καταχλευαστικῶς (Α)με καταχλευαστικό τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταχλευαστικός — derisive masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)